- μετακλύζω
- μετακλύζω (Α) καθαρίζω έπειτα με κλύσμα.[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)-* + κλύζω «πλένω, καθαρίζω με νερό»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μετακλύσαι — μετακλύζω cleanse afterwards by a clyster aor inf act μετακλύσαῑ , μετακλύζω cleanse afterwards by a clyster aor opt act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μετακλύζειν — μετακλύζω cleanse afterwards by a clyster pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλύζω — (AM κλύζω) 1. καλύπτω με νερά, πλημμυρίζω («ἔνθ ἐμὲ μὲν μέγα κῡμα... κλύσσει», Υμν. Απόλλ.) 2. ξεπλένω με άφθονο νερό ή άλλο υγρό, καθαρίζω (α. «θάλασσα κλύζει πάντα ἀνθρώπων κακά», Ευρ. β. «κλύζουσι φαρμάκῳ χολήν», Σοφ.) 3. χύνω υγρό με κλυστήρα … Dictionary of Greek
μετακλύσας — μετακλύσᾱς , μετακλύζω cleanse afterwards by a clyster aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)